- χειραγωγίαν
- χειραγωγίᾱν , χειραγωγίαinducefem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειραγωγία — η, ΝΜΑ [χειραγωγός] χειραγώγηση, καθοδήγηση μσν. σωφρονισμός («θεῶν πρόνοια... τῷ ξύλῳ διδοῡσα χειραγωγίαν», Πρόδρ.) μσν. αρχ. αρωγή, συνδρομή, βοήθεια (α. «ὁ θεὸς καὶ τὴν ἐκ τοῡ νόμου σοι χειραγωγίαν προσέθηκε», Βασ. β. «ἀνδρός, οὐ παιδός, πρὸς… … Dictionary of Greek